μάραινε

μάραινε
μαραίνω
quench
pres imperat act 2nd sg
μαραίνω
quench
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατισχναίνω — (Α) [ισχαίνω] 1. καθιστώ κάτι εντελώς ισχνό, αδύνατο («τῷ ἀτμῷ κατισχναίσουσα... ἕπου, μάραινε...» αδυνάτιζέ τον, λειώνε τον με θερμό φύσημα, ακολούθα τον, μάραινέ τον, Αισχύλ.) 2. ελαττώνω, περιορίζω τα συμπτώματα ασθένειας, τις εκδηλώσεις τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”